"Ναυαρινιώτες"Στις τρείς του Νοέμβρη (2012), στη Αθήνα μεσ’ το κέντρο
της γενιάς του «Ναυαρίνου» εποτίστηκε το δέντρο.
Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, ναύτες, στο προσκλητήριο παρόντες
όλοι μια παρέα με τάξη και ναυτικούς κανόνες.
Με τον ύπαρχό μας, μετέπειτα κυβερνήτη Μανταδάκη
στης Ρόμβης το στενό σοκάκι καθισμένοι με μεράκι,
θυμήθηκα στην τραπεζαρία του πληρώματος ο ένας απέναντι στον άλλο
κι ο οπλονόμος, από την Κούλουρη, μας έστελνε στο «διάολο».
Φάτσες γνωστές και άγνωστες, χαρούμενες και γελαστές
δεν άλλαξε τίποτα, ήρεμα κι ωραία, λες και ήταν χθες.
Μηχανικοί ,ηλεκτρολόγοι, πυροβολητές και «κατραμόκωλοι»
«ζέσταναν» την ατμόσφαιρα στην των αναμνήσεων αναμμένη «φόκολη».
Τι κι αν πέρασαν, από τότε, σαράντα και πλέον χρόνια !
Τι κι αν έπεσαν τα μαλλιά μας ! τι κι αν εμφανίστηκαν τα πρώτα «χιόνια»!
Δεν άλλαξαν τα συναισθήματα κι η αγάπη γι’ αυτό το πλοίο
θα παραμείνουν μέχρι να πούμε το τελευταίο, της ζωής, αντίο.
Με τον ερχομό του καθ’ ενός έτρεχε ο νους μου μακριά
στοιχισμένοι, οι άνδρες, στο μεσόστεγο για την αναφορά.
Μπρός στο τραπεζάκι με τα αναμνηστικά θυμήθηκα στην Κρήτη μια βραδιά
καθυστερημένοι, σουρωμένοι ανεβήκαμε τη σκάλα και υπογράψαμε κρυφά.
Καλό το πλοίο, μα κι αυτοί που υπηρέτησαν σ’ αυτό ατόφια παλικάρια,
ποιος δεν θυμάται!, στο δωδεκάκλινο πως ρίχνανε τα ζάρια,
πάνω σε μια κουβέρτα στρωμένη στο σταθερό τραπέζι
κι ο τσιλιαδόρος ναύτης τη «φυσαρμόνικα» να παίζει.
Στην παρέα κι ένας διανάκτης, λαϊκά του καραβιού ο νερουλάς
αμέτρητες φορές, για λίγο νερό, στηνότανε καυγάς.
Χάλασε ο βραστήρας, θυμάμαι, κι απόψε για λίγο τα νερά
κι αξιωματικός φυλακής φώναζε τη νύχτα της βάρδιας τα παιδιά.
Ένας ψηλός ηλεκτρολόγος, μου θύμισε κάποια βραδιά
το πλοίο έπλεε για την Κρήτη, είχαμε φύγει από την Κεφαλονιά.
Λυσσομανούσε η θάλασσα κι ένας ναύτης στον πίνακα μπροστά
αναθεμάτιζε την ώρα, μέσα σε μια καπελιέρα ξερνούσε τα «υγρά».
Σ’ αυτό το πλοίο, το Ναυαρίνο, πλοίο της πρώτης γραμμής
γράφτηκε, σημαδεύτηκε ανεξίτηλα , στον καθένα, μια ιστορία της ζωής.
Μεθυσμένοι εραστές της θάλασσας, της περιπέτειας και των ονείρων
«στέψανε» με επιτυχία το αντάμωμα στρατευσίμων και μονίμων.
Αφιερωμένο σε όσους υπηρέτησαν στο πλοίο
(Αθανάσιος Χριστοδούλου)